-
1 музыкальный
См. также в других словарях:
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μουσικός — ή, ό 1. αυτός που ακούγεται ευχάριστα, ο αρμονικός, ο μελωδικός: Μουσικός ήχος. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική: Μουσικό όργανο. – Μουσική εκδήλωση. ο, η ο καλλιτέχνης που ασχολείται με τη μουσική, ο μουσικοσυνθέτης, ο εκτελεστής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρμονικός — ή, ό (Α ἁρμονικός, ή, όν) [αρμονία] νεοελλ. 1. ο κανονικός, αυτός που έχει σωστές αναλογίες 2. ο χωρίς παραφωνίες, αυτός που γίνεται με ομόνοια και κατανόηση («αρμονική συμβίωση, συνύπαρξη») αρχ. 1. ο μουσικός, ο σύμφωνος με τους νόμους της… … Dictionary of Greek
έμμουσος — η, ο (AM ἔμμουσος, ον) αυτός που έχει σχέση με τη μουσική, ο μουσικός μσν. αρμονικός, μελωδικός … Dictionary of Greek
εναρμόνιος — α, ο (AM ἐναρμόνιος, ον) αρμονικός, μουσικός, μελωδικός νεοελλ. μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση αρχ. 1. αυτός που συμφωνεί,… … Dictionary of Greek